- ορθόθριξ
- ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό-θριξ)].
Dictionary of Greek. 2013.